Γονιδιωματική-γενετική εγγραμματοσύνη επαγγελματιών υγείας
Η πρόοδος στη γενετική και γονιδιωματική έρευνα, σε συνδυασμό με την ταχεία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, έχουν αναδιαμορφώσει την κατανόησή μας για τις υποκείμενες στην υγεία και στην ασθένεια διαδικασίες, δημιουργώντας αυτό που συλλογικά έχει γίνει γνωστό ως επιστήμες (“omics”).
Μια ομάδα επιστημόνων* προχώρησε σε μία ευρεία ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με τις εξελίξεις. Με βάση την εργασία αυτή, ο όρος “omics” αναφέρεται σε διάφορους κλάδους της βιοϊατρικής επιστήμης, όπως η γονιδιωματική (genomics), η μεταγραφωματική (transcriptomics), η πρωτεομική (proteomics) και η μεταβολομική (metabolomics).
Κύριος στόχος τους είναι η εφαρμογή νέων προσεγγίσεων στην υγειονομική περίθαλψη, οι οποίες είναι προσανατολισμένες στην εξατομικευμένη Ιατρική που έχει επικρατήσει ως «Ιατρική Ακριβείας».
Οι εν λόγω εξελίξεις αντιπροσωπεύουν νέες ολιστικές προσεγγίσεις στην παροχή φροντίδας υγείας, με στόχο την εκμετάλλευση και την επέκταση της παραγόμενης γνώσης από την έρευνα στο κλινικό επίπεδο. Στόχο έχουν τη βελτιστοποίηση της παρεχόμενης θεραπείας σε όρους τόσο αποτελεσμάτων υγείας όσο και μειωμένου κόστους.
Οι επιστήμες αυτές συνιστούν πλέον αναπόσπαστο μέρος της παροχής υγειονομικής περίθαλψης, με το νοσηλευτικό και το ιατρικό προσωπικό πρώτης γραμμής να εφαρμόζουν και να προσαρμόζουν τις γονιδιωματικές τεχνολογίες στο κλινικό περιβάλλον, προωθώντας παράλληλα τη γνώση σε αυτούς τους τομείς.
Με την αυξανόμενη εστίαση στην «Ιατρική Ακριβείας» και στη φροντίδα υγείας, η ενσωμάτωση της γενετικής και γονιδιωματικής γνώσης έχει καταστεί ουσιαστική δεξιότητα στην ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα, στην έρευνα και εκπαίδευση, καθώς επιτρέπει στους επαγγελματίες υγείας να συνεργάζονται αποτελεσματικά με τους ασθενείς για τη βελτίωση της υγείας και ευεξίας τους.
Από την ανάλυση των δεδομένων που υπάρχουν, συμπεραίνεται ότι με την έλευση του 21ου αιώνα, του αιώνα της Βιολογίας, οι έρευνες των επιστημών υγείας οφείλουν να προσανατολίζονται και να καταρτίζονται με βάση την «υγεία ακριβείας». Ως εκ τούτου, οι σύγχρονοι επαγγελματίες υγείας οφείλουν να αποκτήσουν τις απαραίτητες δεξιότητες, προκειμένου να είναι σε θέση να εντάξουν τα “omics” στην πρακτική τους.
Η ιατρική και νοσηλευτική πρακτική συνιστά αναπόσπαστο μέρος της «υγείας ακριβείας», καθώς δεν βασίζεται αποκλειστικά στις εμπειρίες που αποκτώνται μέσω της εργασίας/επαφής με τους ασθενείς κατά την κλινική πράξη. Τουναντίον, καλείται να συμπεριλάβει την ολιστική προσέγγιση του ασθενούς και της κοινότητας. Η εν λόγω κατανόηση ενσωματώνει την αλληλεπίδραση γενετικών, γονιδιωματικών και ψυχοκοινωνικών μηχανισμών που συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ασθένειας και μπορούν να διαδραματίσουν καίριο ρόλο στην πρόληψη και στην επίτευξη της βέλτιστης υγείας.
Αυτή ακριβώς η διαπίστωση αναδεικνύει τη σπουδαιότητα της περαιτέρω διάδοσης της υγείας ακριβείας σε διεθνές επίπεδο, αλλά ιδιαίτερα στη χώρα μας, στην οποία η απουσία σχετικών μελετών που να διερευνούν τις γνώσεις και τις στάσεις των επαγγελματιών υγείας για τα “omics” είναι σημαντική, με συνέπεια οι περισσότεροι να αγνοούν ακόμη και την ύπαρξη του συγκεκριμένου επιστημονικού κλάδου.
*Η ομάδα των επιστημόνων αποτελείται από τους: E. Πετρογιάννη, A. Πατελάρου, A. Λαλιώτη, Μ. Στυλιανάκη, Μ. Ζωγραφάκη-Σφακιανάκη, Ε. Πατελάρου από το Τμήμα Νοσηλευτικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, Ηράκλειο, Κρήτη, τη Γενική Χειρουργική Κλινική, Γενικό Νοσοκομείο «Βενιζέλειο-Πανάνειο»
Πηγή: Ιατρική Εταιρεία Αθηνών, Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής
https://www.mednet.gr/archives/2024-4/pdf/470.pdf
Επιμέλεια: Γιώργος Σακκάς
GR-NON-01271